αλοκασία

αλοκασία
(alocasia). Γένος πολυετών, υδρόφιλων, ποωδών φυτών της οικογένειας των αροϊδών, ιθαγενών της Ινδονησίας. Καλλιεργούνται για τα ωραία, μεγάλα τους φύλλα, που στηρίζονται σε έναν μακρύ, ισχυρό μίσχο και έχουν πράσινο γυαλιστερό χρώμα με λευκές κηλίδες. Οι ρίζες και οι βλαστοί μερικών ειδών είναι πλούσιες σε άμυλο και χρησιμοποιούνται για τροφή. Πολλαπλασιάζονται με παραφυάδες ή με τμήματα της ρίζας. Τα πλέον αξιόλογα είδη είναι η α. η μακρόρριζη, με φύλλα μήκους 3 έως 5 μ., πλατύ κεντρικό νεύρο λευκό ή με λευκές κηλίδες, που καλλιεργείται στην Ινδία για τον φαγώσιμο βλαστό του, και η α. η μακρόλοβη με φύλλα μήκους 100-120 εκ., κόκκινα στην κάτω επιφάνεια και με αργυρόχρωμες ταινίες στην πάνω επιφάνεια. Ο μίσχος τους έχει κόκκινες κηλίδες και τα νεύρα είναι λευκά ή αργυρόχρωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τάρο — το, Ν βοτ. α) το ποώδες φυτό Colocasia esculenta τού γένους κολοκασία, το οποίο καλλιεργείται στη νοτιοανατολική Ασία και στα νησιά τού Ειρηνικού για τους μεγάλους εδώδιμους αμυλούχους κονδύλους του β) ονομασία τών ειδών τού γένους αλοκάσια, που… …   Dictionary of Greek

  • αροΐδες — (αraceae). Οικογένεια πολυετών φυτών. Σε αυτήν ανήκουν ποώδη φυτά, θαμνώδη και αναρριχώμενα, μικρά δενδρύλλια ή επίφυτα. Τα περισσότερα είδη των α. βρίσκονται στις τροπικές περιοχές, πολύ λίγα στις εύκρατες και κανένα στις αρκτικές. Τα φύλλα τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”